- ερι-
- (I)ἐρι- (Α)αχώριστο μόριο (όπως το αρι-) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγήςπάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατοςβ. ερίτιμοςπολύτιμος, εντιμότατοςγ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά, αυτός που βρυχάται δυνατά κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. πρόθημα που απαντά ήδη στον Όμηρο και σπανιότερα στους λυρικούς και στην τραγωδία. Η υπόθεση ότι το ερι- συνδέεται με το ρ. όρνυμι* παραμένει αναπόδεικτη. Το πρόθημα ερι- εμφανίζεται σε αρκετά σύνθετα που δηλώνουν ήχο, κρότο ή ύψος, σημασιολογικά δε συνδέεται με το επιτ. πρόθημα αρι-.ΣΥΝΘ. ερίτιμοςαρχ.εριαυγής, εριαχθής, εριβόας, ερίβομβος, εριβρεμέτης, εριβρεμής, εριβριθής, ερίβρομος, ερίβρυχος, εριβώλαξ, εριγάστωρ, ερίγδουπος, εριγηθής, ερίγληνος, ερίδηλος, εριδινής, ερίδματος, ερίδουπος, ερίδωρος, ερίζωος, εριήκοος, εριηχής, εριθαλής, ερίθαλλος, εριθηλής, ερίθηλος, ερίθυμος, ερικλάγκτης, ερίκλαυστος, ερικλυτός, ερίκνημος, ερικτέανος, ερίκτυπος, ερικυδής, ερικύμων, εριλαμπής, εριμύκης, ερίμυκος, ερίολβος, ερίπλευρος, ερίπνους, εριπτοίητος, ερισθενής, ερισμάραγος, ερίσπορος, εριστάφυλος, εριστέφανος, ερισφάραγος, ερίσφηλος, ερίτμητος, εριφεγγής, εριφλεγής, ερίφλοιος, ερίχρυσος, εριώδυνος, εριώπηςαρχ.-μσν.εριαύχην μσν. ερίβοτρυς].
Dictionary of Greek. 2013.